Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ ξενία

См. также в других словарях:

  • ξενία — ξενίᾱ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem nom/voc/acc dual ξενίᾱ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξενίᾱ , ξενία hospitality shown to a guest fem nom/voc/acc dual (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίᾳ — ξενίᾱͅ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem dat sg (attic doric aeolic) ξενίαι , ξενία hospitality shown to a guest fem nom/voc pl (epic) ξενίᾱͅ , ξενία hospitality shown to a guest fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενία — Ξενίᾱ , Ξενίης masc nom/voc/acc dual Ξενίᾱ , Ξενίης masc voc sg (attic) Ξενίᾱ , Ξενίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενίᾳ — Ξενίᾱͅ , Ξενίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένια — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • ξενία — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • ξενιά — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • Ξενία Πάρνηθας — Ορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 1020), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αχαρνών …   Dictionary of Greek

  • Ξένια — Ξενίης masc voc sg Ξενίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένια — ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc pl ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλογεροπούλου, Ξένια — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρική συγγραφέας. Έχει διακριθεί ως πρωταγωνίστρια του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης με μεγάλη γκάμα ρόλων και εμπειρία στο ενεργητικό της. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»